συναποδείκνυμι

συναποδείκνυμι
ΜΑ
1. αποδεικνύω κάτι από κοινού με άλλον ή μαζί με κάτι άλλο («τούτου γὰρ δειχθέντος καὶ ἐκεῑνο συναποδέδεικται», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. παθ. συναποδείκνυμαι
προσδιορίζομαι συγχρόνως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συναπόδειξις — είξεως, ἡ, Α [συναποδείκνυμι] η από κοινού απόδειξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”